διαστρέφω

διαστρέφω
(AM διαστρέφω)
1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις.
2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω
3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος σωματικά ή ψυχικά
μσν.
(για ομιλία) μεταφέρω («τὸν λόγον ἂς διαστρέψωμεν πάλιν στὴν Μαργαρώνα»)
αρχ.
1. παθ. είμαι παραμορφωμένος, εξαρθωμένος
2. φέρνω ταραχή, ακαταστασία («διεστραμμένη φάλαγξ» — φάλαγγα που βρίσκεται σε αταξία)
3. συνουσιάζομαι
4. έχω τον τράχηλο στραβό, στραβολαιμιάζω
5. παθ. υφίσταμαι βασανιστήρια με στρεβλώσεις τών μελών
6. φρ. α) «διαστρέφω το πρόσωπον» — μορφάζω
β) «διαστρέφομαι τοὺς πόδας» — κάθομαι οκλαδόν
γ) «διαστρέφομαι τοὺς οφθαλμοὺς» ή απλώς διαστρέφομαι
(για ανθρώπους) αλληθωρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διαστρέφω — turn different ways pres subj act 1st sg διαστρέφω turn different ways pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρέφω — διαστρέφω, διέστρεψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαστρέφω — διάστρεψα και διέστρεψα, διαστράφηκα, διαστραμμένος και διεστραμμένος, μτφ. 1. διαστρεβλώνω, παραμορφώνω: Πάντα διαστρέφει τα γεγονότα με τη φαντασία του. 2. διαφθείρω: Η παρέα μαζί του θα σε διαστρέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαστρέφετε — διαστρέφω turn different ways pres imperat act 2nd pl διαστρέφω turn different ways pres ind act 2nd pl διαστρέφω turn different ways imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρέφῃ — διαστρέφω turn different ways pres subj mp 2nd sg διαστρέφω turn different ways pres ind mp 2nd sg διαστρέφω turn different ways pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρέψει — διαστρέφω turn different ways aor subj act 3rd sg (epic) διαστρέφω turn different ways fut ind mid 2nd sg διαστρέφω turn different ways fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρέψουσιν — διαστρέφω turn different ways aor subj act 3rd pl (epic) διαστρέφω turn different ways fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαστρέφω turn different ways fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρέψω — διαστρέφω turn different ways aor subj act 1st sg διαστρέφω turn different ways fut ind act 1st sg διαστρέφω turn different ways aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστρέψῃ — διαστρέφω turn different ways aor subj mid 2nd sg διαστρέφω turn different ways aor subj act 3rd sg διαστρέφω turn different ways fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεστραμμένα — διαστρέφω turn different ways perf part mp neut nom/voc/acc pl διεστραμμένᾱ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc/acc dual διεστραμμένᾱ , διαστρέφω turn different ways perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”